ξεχρεώνομαι

ξεχρεώνομαι
ξεχρεώνομαι, ξεχρεώθηκα, ξεχρεωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεχρεώνω — ξεχρεώνω, ξεχρέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ξεχρεώνω : απαντάται και με παθητική έννοια → απαλλάσσομαι από χρέη (κυρίως για άνθρωπο, ενώ για άψυχο υποκείμενο χρησιμοποιείται το ξεχρεώνομαι, π.χ. το σπίτι δεν έχει ξεχρεωθεί ακόμα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”